- Ναυμάχιον
- Ναυμάχιοςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ναυμάχιον — ναυμάχιον, τὸ (Α) [ναύμαχος] ονομασία λίμνης στη Ρώμη που βρισκόταν κοντά στο Βατικανό και στην οποία τελούνταν θαλάσσιοι αγώνες … Dictionary of Greek
ναυμάχιον — ναυμαχέω fight by sea imperf ind act 3rd pl (doric) ναυμαχέω fight by sea imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)